ἀσκληπιάδας

ἀσκληπιάδας
ἀσκληπιάς
swallow-wort
fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ἀσκληπιάδας — Ἀσκληπιάδᾱς , Ἀσκληπιάδαι masc acc pl Ἀσκληπιάδᾱς , Ἀσκληπιάδαι masc nom sg (epic doric aeolic) Ἀσκληπιάδᾱς , Ἀσκληπιάδης Asclepios masc acc pl Ἀσκληπιάδᾱς , Ἀσκληπιάδης Asclepios masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φύσα — η / φῡσα, ΝΑ 1. φυσητήρας, φυσερό για τη φωτιά 2. τα αέρια τών εντέρων, η πορδή («φύσας τε καὶ κατάρρους νοσήμασιν ὀνόματα τίθεσθαι ἀναγκάζειν τοὺς κομψοὺς Ἀσκληπιάδας», Πλάτ.) νεοελλ. 1. φυσιολ. τα αέρια που παράγονται από τη δραστηριότητα τών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”